ένοχος

ένοχος
-η, -ο (AM ἔνοχος, -ον)
1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής»)
2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη
νεοελλ.
1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις»)
2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό («ένοχη σιγή»)
αρχ.-μσν.
άξιος τιμωρίας
μσν.
1. (νομ.) αυτός που υπόκειται σε ενοχή
2. το αρσ. ως ουσ. ο ένοχος
α) υπεύθυνος, αρχηγός
β) ειδικός αξιωματούχος για την είσπραξη φόρων
αρχ.
1. ο υπεύθυνος για περιουσία
2. γεν. υπεύθυνος
3. αυτός που συνδέεται, που συνάπτεται με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχω «(συγ)κρατώ, δεσμεύω». Αρχικά, επομένως, η λ. δήλωνε αυτόν που είναι δεσμευμένος ή συνδεδεμένος με κάτι, από όπου ως δικανικός όρος σήμαινε «τον υποκείμενο» στους νόμους και μάλιστα σε μια συγκεκριμένη ποινή για ένα ορισμένο παράπτωμα. Με αυτήν τη σημασία η λ. έγινε συνήθης (περισσότερο από το αρχ. αίτιος) και παρέμεινε μέχρι σήμερα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἔνοχος — held in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένοχος — η, ο 1. που ενέχεται σε αξιόποινη πράξη, που έκανε σφάλμα ή έγκλημα: Ένοχος κλοπής. 2. ενοχοποιητικός, ύποπτος, μη αθώος, αθέμιτος: Ένοχη σιωπή. – Ένοχες σχέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔνοχον — ἔνοχος held in masc/fem acc sg ἔνοχος held in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόχοις — ἔνοχος held in masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόχου — ἔνοχος held in masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόχους — ἔνοχος held in masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόχων — ἔνοχος held in masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόχῳ — ἔνοχος held in masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνοχα — ἔνοχος held in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνοχοι — ἔνοχος held in masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”